ξάι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξάι | τα | ξάια |
γενική | του | ξαϊού | των | ξαϊών |
αιτιατική | το | ξάι | τα | ξάια |
κλητική | ξάι | ξάια | ||
Οι καταλήξεις -ϊού, -ια, -ϊών προφέρονται ως δίφθογγοι. | ||||
Κατηγορία όπως «ρολόι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξάι ουδέτερο
- (προφορικό, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ξάγι