Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νωτοχορδή οι νωτοχορδές
      γενική της νωτοχορδής των νωτοχορδών
    αιτιατική τη νωτοχορδή τις νωτοχορδές
     κλητική νωτοχορδή νωτοχορδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el επεξεργασία

νωτοχορδή < αγγλικά, μέσα 19ου αιώνα: notochord < αρχαία ελληνικά: νῶτον + chord, χορδή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

η νωτοχορδή (el) θηλυκό

  • Νωτοχορδή. Μια δύσκαμπτη κυτταροβριθής ράβδος, η οποία εκτείνεται κατά μήκος του επιμήκους άξονα του εμβρύου, κάτω από τον νευρικό σωλήνα.[1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Notochord στην αγγλική Βικιπαίδεια