Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντρόγκα οι ντρόγκες
      γενική της ντρόγκας
    αιτιατική την ντρόγκα τις ντρόγκες
     κλητική ντρόγκα ντρόγκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντρόγκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική droga

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντρόγκα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία