ντουφεκίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ντουφεκίδι | τα | ντουφεκίδια |
γενική | του | ντουφεκιδιού | των | ντουφεκιδιών |
αιτιατική | το | ντουφεκίδι | τα | ντουφεκίδια |
κλητική | ντουφεκίδι | ντουφεκίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντουφεκίδι ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντουφεκίδι
|