ντιλεταντισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντιλεταντισμός < από το ιταλικό ρήμα dilettare=απολαμβάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντιλεταντισμός αρσενικό
- η ιδιότητα του ντιλετάντη, η ενασχόληση με την τέχνη από προσωπικό ενδιαφέρον, ερασιτεχνισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντιλεταντισμός