νταϊφάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νταϊφάς | οι | νταϊφάδες |
γενική | του | νταϊφά | των | νταϊφάδων |
αιτιατική | τον | νταϊφά | τους | νταϊφάδες |
κλητική | νταϊφά | νταϊφάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νταϊφάς < μετατροπή από [t] σε [d] του ταϊφάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
νταϊφάς αρσενικό
- άλλη μορφή του ταϊφάς