νοσηρότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νοσηρότης | αἱ | νοσηρότητες | ||||
γενική | τῆς | νοσηρότητος | τῶν | νοσηροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | νοσηρότητι | ταῖς | νοσηρότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | νοσηρότητα | τὰς | νοσηρότητας | ||||
κλητική ὦ! | νοσηρότης | νοσηρότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανοσηρότης θηλυκό