νικοτινίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νικοτινίαση | οι | νικοτινιάσεις |
γενική | της | νικοτινίασης* | των | νικοτινιάσεων |
αιτιατική | τη | νικοτινίαση | τις | νικοτινιάσεις |
κλητική | νικοτινίαση | νικοτινιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νικοτινιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νικοτινίαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανικοτινίαση θηλυκό
- σύνολο διαταραχών του νευρικού συστήματος που προκαλείται από την κατάχρηση της νικοτίνης
Μεταφράσεις
επεξεργασία νικοτινίαση
|