↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νικοτινίαση οι νικοτινιάσεις
      γενική της νικοτινίασης* των νικοτινιάσεων
    αιτιατική τη νικοτινίαση τις νικοτινιάσεις
     κλητική νικοτινίαση νικοτινιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νικοτινιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νικοτινίαση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νικοτινίαση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία