νησσοτροφεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | νησσοτροφεῖον | τὰ | νησσοτροφεῖᾰ | ||||
γενική | τοῦ | νησσοτροφείου | τῶν | νησσοτροφείων | ||||
δοτική | τῷ | νησσοτροφείῳ | τοῖς | νησσοτροφείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | νησσοτροφεῖον | τὰ | νησσοτροφεῖᾰ | ||||
κλητική ὦ! | νησσοτροφεῖον | νησσοτροφεῖᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νησσοτροφείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | νησσοτροφείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νησσοτροφεῖον < αρχαία ελληνική νήσσ(α) + -ο- + (ελληνιστική κοινή) -τροφεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίανησσοτροφεῖον, -ου ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νησσοτροφεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.