ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ νησσοτροφεῖον τὰ νησσοτροφεῖ
      γενική τοῦ νησσοτροφείου τῶν νησσοτροφείων
      δοτική τῷ νησσοτροφεί τοῖς νησσοτροφείοις
    αιτιατική τὸ νησσοτροφεῖον τὰ νησσοτροφεῖ
     κλητική ! νησσοτροφεῖον νησσοτροφεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νησσοτροφείω
γεν-δοτ τοῖν  νησσοτροφείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νησσοτροφεῖον < αρχαία ελληνική νήσσ(α) + -ο- + (ελληνιστική κοινή) -τροφεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νησσοτροφεῖον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία