Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νησιωτόπουλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
νησιωτόπουλ
ο
τα
νησιωτόπουλ
α
γενική
του
νησιωτόπουλ
ου
των
νησιωτόπουλ
ων
αιτιατική
το
νησιωτόπουλ
ο
τα
νησιωτόπουλ
α
κλητική
νησιωτόπουλ
ο
νησιωτόπουλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νησιωτόπουλο
<
νησιώτης
+
-πουλο
(<
-πουλος
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νησιωτόπουλο
ουδέτερο
παιδί
που ζει ή έχει μεγαλώσει σε
νησί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νησιωτόπουλο