νησιωτοπούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νησιωτοπούλα | οι | νησιωτοπούλες |
γενική | της | νησιωτοπούλας | — | |
αιτιατική | τη | νησιωτοπούλα | τις | νησιωτοπούλες |
κλητική | νησιωτοπούλα | νησιωτοπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανησιωτοπούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία νησιωτοπούλα
|