νεφροτομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανεφροτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση όλου ή μέρους του νεφρού
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεφροτομή
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 696, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου