Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεφελοβάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
νεφελοβάτ
ης
οι
νεφελοβάτ
ες
γενική
του
νεφελοβάτ
η
των
νεφελοβατ
ών
αιτιατική
τον
νεφελοβάτ
η
τους
νεφελοβάτ
ες
κλητική
νεφελοβάτ
η
νεφελοβάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεφελοβάτης
<
νεφέλ(η)
+
-ο-
+
-βάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεφελοβάτης
αρσενικό
ο
ονειροπαρμένος
(κυριολεκτικά αυτός που περπατά στα σύννεφα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεφελοβάτης