νευρωτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νευρωτικότητα < νευρωτικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίανευρωτικότητα θηλυκό
- (ψυχιατρική) η ιδιότητα του νευρωτικού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νευρωτικότητα
|