νευροπαθολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νευροπαθολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neuropathology < αρχαία ελληνική νεῦρον + ελληνιστική κοινή παθολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανευροπαθολογία θηλυκό
- (ιατρική) η παθολογία του νευρικού συστήματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία νευροπαθολογία