νευροδίκτυο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νευροδίκτυο | τα | νευροδίκτυα |
γενική | του | νευροδίκτυου & νευροδικτύου |
των | νευροδίκτυων & νευροδικτύων |
αιτιατική | το | νευροδίκτυο | τα | νευροδίκτυα |
κλητική | νευροδίκτυο | νευροδίκτυα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανευροδίκτυο ουδέτερο
- (ιατρική) (πληροφορική) → δείτε τις λέξεις νευρικό δίκτυο και νευρωνικό δίκτυο