Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεροπίστολο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
νεροπίστολ
ο
τα
νεροπίστολ
α
γενική
του
νεροπίστολ
ου
των
νεροπίστολ
ων
αιτιατική
το
νεροπίστολ
ο
τα
νεροπίστολ
α
κλητική
νεροπίστολ
ο
νεροπίστολ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεροπίστολο
<
νερο-
+
πιστόλ(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεροπίστολο
ουδέτερο
παιχνίδι
,
πιστόλι
που εκτοξεύει
νερό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεροπίστολο
αγγλικά
:
water pistol
(en)