Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεροκάλαμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
νεροκάλαμ
ο
τα
νεροκάλαμ
α
γενική
του
νεροκάλαμ
ου
των
νεροκάλαμ
ων
αιτιατική
το
νεροκάλαμ
ο
τα
νεροκάλαμ
α
κλητική
νεροκάλαμ
ο
νεροκάλαμ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεροκάλαμο
<
μεσαιωνική ελληνική
νεροκάλαμον
<
νερόν
+
καλάμιν
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεροκάλαμο
ουδέτερο
είδος
υδρόφιλου
φυτού
(Phragmites australis ή Angelica sylvestris)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεροκάλαμο