νεοφοβία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοφοβία θηλυκό
- (ιατρική) φοβία που έχουν νεαρά άτομα
- ※ Παιδική νεοφοβία. Η τροφική νεοφοβία συχνά περιγράφεται ως απροθυμία ή αποφυγή κατανάλωσης νέων τροφίμων ([1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοφοβία
|