νεοσυντηρητισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοσυντηρητισμός < νεο- + συντηρητισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοσυντηρητισμός αρσενικό
- παραλλαγή της πολιτικής ιδεολογίας του συντηρητισμού που απορρίπτει τον ουτοπισμό και την ισότητα του σύγχρονου φιλελευθερισμού, αλλά βλέπει ένα ρόλο για το κράτος πρόνοιας
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοσυντηρητισμός
|