Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεολουδισμός οι νεολουδισμοί
      γενική του νεολουδισμού των νεολουδισμών
    αιτιατική τον νεολουδισμό τους νεολουδισμούς
     κλητική νεολουδισμέ νεολουδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεολουδισμός < αγγλική neo-Luddism / νεο- + λουδισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεολουδισμός αρσενικό ή νεολουδιτισμός

  • φιλοσοφία η οποία αντιτίθεται σε ορισμένες μορφές σύγχρονης τεχνολογίας, όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα, ή ακόμα και καθολικά σε όλες τις τεχνολογίες και στον καταναλωτισμό γενικότερα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία