νεοαποικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοαποικισμός < νεο- + αποικισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεοαποικισμός αρσενικό
- ο έλεγχος μιας χώρας από άλλη με οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά μέσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοαποικισμός
|