Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεκρολατρεία οι νεκρολατρείες
      γενική της νεκρολατρείας των νεκρολατρειών
    αιτιατική τη νεκρολατρεία τις νεκρολατρείες
     κλητική νεκρολατρεία νεκρολατρείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκρολατρεία < ελληνιστική κοινή νεκρολατρεία[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε νεκρ(ός) + -ο- + -λατρεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεκρολατρεία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. νεκρολατρεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκρολατρεία < νεκρός + λατρεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεκρολατρεία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία