ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεκρέγερσῐς αἱ νεκρεγέρσεις
      γενική τῆς νεκρεγέρσεως τῶν νεκρεγέρσεων
      δοτική τῇ νεκρεγέρσει ταῖς νεκρεγέρσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν νεκρέγερσῐν τὰς νεκρεγέρσεις
     κλητική ! νεκρέγερσῐ νεκρεγέρσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεκρεγέρσει
γεν-δοτ τοῖν  νεκρεγερσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεκρέγερσις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεκρέγερσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • (για νεκρούς) ανάσταση
    ※  4ος κε αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Christus patiens, @catholiclibrary.org
    Μείνω σ' οὖν ἔτι σμικρὸν χρόνον, ἢν τριττὸν ἦμαρ λαμπροφεγγὲς εἰσίδω, ὡς αὐτὸς εἶπας νεκρέγερσιν μηνύων, κἀγὼ πέποιθα καὶ στέγω ταῖς ἐλπίσι.

Άλλες μορφές

επεξεργασία