νεκρέγερσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νεκρέγερσῐς | αἱ | νεκρεγέρσεις | ||||
γενική | τῆς | νεκρεγέρσεως | τῶν | νεκρεγέρσεων | ||||
δοτική | τῇ | νεκρεγέρσει | ταῖς | νεκρεγέρσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | νεκρέγερσῐν | τὰς | νεκρεγέρσεις | ||||
κλητική ὦ! | νεκρέγερσῐ | νεκρεγέρσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεκρεγέρσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | νεκρεγερσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεκρέγερσις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεκρέγερσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (για νεκρούς) ανάσταση
- ※ 4ος κε αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Christus patiens, @catholiclibrary.org
- Μείνω σ' οὖν ἔτι σμικρὸν χρόνον, ἢν τριττὸν ἦμαρ λαμπροφεγγὲς εἰσίδω, ὡς αὐτὸς εἶπας νεκρέγερσιν μηνύων, κἀγὼ πέποιθα καὶ στέγω ταῖς ἐλπίσι.
- ※ 4ος κε αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Christus patiens, @catholiclibrary.org
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νεκρέγερσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.