Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεκράνθεμο τα νεκράνθεμα
      γενική του νεκρανθέμου
νεκράνθεμου
των νεκρανθέμων
    αιτιατική το νεκράνθεμο τα νεκράνθεμα
     κλητική νεκράνθεμο νεκράνθεμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκράνθεμο < νεκρ- + άνθεμο, (μαρτυρείται από το 1851)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /neˈkɾan.θe.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐κράν‐θε‐μο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεκράνθεμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)