νεκράνθεμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /neˈkɾan.θe.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐κράν‐θε‐μο
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεκράνθεμο ουδέτερο
- λουλούδι που απιθώνεται σε ταφόπλακα νεκρού, νεκρολούλουδο
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεκράνθεμο
→ δείτε τη λέξη νεκρολούλουδο |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)