Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ναυτασφάλεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αυτασφάλεια
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ναυτασφάλει
α
οι
ναυτασφάλει
ες
γενική
της
ναυτασφάλει
ας
των
ναυτασφαλει
ών
αιτιατική
τη
ναυτασφάλει
α
τις
ναυτασφάλει
ες
κλητική
ναυτασφάλει
α
ναυτασφάλει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ναυτασφάλεια
<
ναυτο-
+
ασφάλεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ναυτασφάλεια
θηλυκό
(
ναυτικός όρος
,
νομικός όρος
)
άλλη μορφή
του
ναυτασφάλιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναυτασφάλεια
→
δείτε
τη λέξη
ναυτασφάλιση