↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναυλοτιμάριθμος οι ναυλοτιμάριθμοι
      γενική του ναυλοτιμάριθμου
ναυλοτιμαρίθμου
των ναυλοτιμάριθμων
ναυλοτιμαρίθμων
    αιτιατική τον ναυλοτιμάριθμο τους ναυλοτιμάριθμους
ναυλοτιμαρίθμους
     κλητική ναυλοτιμάριθμε ναυλοτιμάριθμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναυλοτιμάριθμος < ναύλος + τιμάριθμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναυλοτιμάριθμος αρσενικό

  • (σπάνιο, ναυτικός όρος): ο τιμάριθμος των ελεύθερων ναύλων (εκτός ναυλολογίου), σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, μιας χρονικής περιόδου
    ⮡  ο ναυλοτιμάριθμος αποτελεί άριστο στατιστικό εργαλείο πρόβλεψης ύφεσης ή εκτόξευσης των μεταφορών και διακρίνεται σε εγχώριο, ή διεθνή και ανάλογα με τα φορτία (ξηρά ή υγρά).

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία