ναρκέμπορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναρκέμπορας (νεολογισμός) < ναρκ(έμπορος) + -έμπορας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /naɾˈcem.bo.ɾas/ & /naɾˈce.bo.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναρ‐κέ‐μπο‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναρκέμπορας αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ναρκέμπορος
- ※ Νεκρός βρέθηκε ο περιβόητος ναρκέμπορας, λαθρέμπορος όπλων, πληρωμένος δολοφόνος και ηγετικό στέλεχος της ακροδεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης... (www.iefimerida.gr, 16/3/2022)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναρκέμπορας
|