Δείτε επίσης: μόρα, Μόρα, μωρά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μώρα οι μώρες
      γενική της μώρας
    αιτιατική τη μώρα τις μώρες
     κλητική μώρα μώρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μώρα <  δείτε τη λέξη μόρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μώρα θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία