↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μύρωση οι μυρώσεις
      γενική της μύρωσης* των μυρώσεων
    αιτιατική τη μύρωση τις μυρώσεις
     κλητική μύρωση μυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μύρωση < μυρώνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μύρωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία