μύρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μύρωση | οι | μυρώσεις |
γενική | της | μύρωσης* | των | μυρώσεων |
αιτιατική | τη | μύρωση | τις | μυρώσεις |
κλητική | μύρωση | μυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μύρωση < μυρώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμύρωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μύρωση
|