Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μυρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μυρώνω
  2. θα μυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μυρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

μυρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μύρωση