μόνιτορ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μόνιτορ < (άμεσο δάνειο) αγγλική monitor[1] < λατινική monitor < monitus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος moneo < πρωτοϊταλική *moneō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *men- (σκέφτομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμόνιτορ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ μόνιτορ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας