μωροφιλοδοξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μωροφιλοδοξία < μωροφιλόδοξος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμωροφιλοδοξία θηλυκό
- το να είναι κάποιος μωροφιλόδοξος, η ιδιότητα του μωροφιλόδοξου
Μεταφράσεις
επεξεργασία μωροφιλοδοξία
|