Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυχθισμός οι μυχθισμοί
      γενική του μυχθισμού των μυχθισμών
    αιτιατική τον μυχθισμό τους μυχθισμούς
     κλητική μυχθισμέ μυχθισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυχθισμός < μυχθίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυχθισμός αρσενικό

  1. φύσημα από τη μύτη με τα χείλη κλειστά, συνήθως επειδή διακατέχομαι από αγωνία ή πάθος
  2. χλευασμός