Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μυχθισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μυχθισμ
ός
οι
μυχθισμ
οί
γενική
του
μυχθισμ
ού
των
μυχθισμ
ών
αιτιατική
τον
μυχθισμ
ό
τους
μυχθισμ
ούς
κλητική
μυχθισμ
έ
μυχθισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μυχθισμός
<
μυχθίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μυχθισμός
αρσενικό
φύσημα
από τη μύτη με τα χείλη κλειστά, συνήθως επειδή διακατέχομαι από αγωνία ή πάθος
χλευασμός