Ετυμολογία

επεξεργασία
μυχθίζω < μύζω

μυχθίζω

  1. φυσάω από τη μύτη με τα χείλη κλειστά επειδή διακατέχομαι από πάθος ή αγωνία
  2. χλευάζω

Συγγενικά

επεξεργασία