Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυρώνι τα μυρώνια
      γενική του μυρωνιού των μυρωνιών
    αιτιατική το μυρώνι τα μυρώνια
     κλητική μυρώνι μυρώνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυρώνι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυρώνι ουδέτερο ή ανθρίσκος

  • ευαίσθητο ετήσιο βότανο σχετικό με το μαϊντανό που χρησιμοποιείται για τον ήπιο αρωματισμό πιάτων και είναι ένα συστατικό του γαλλικού μείγματος των «εκλεπτυσμένων χορταρικών» της Γαλλικής κουζίνας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία