μυρώνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυρώνι | τα | μυρώνια |
γενική | του | μυρωνιού | των | μυρωνιών |
αιτιατική | το | μυρώνι | τα | μυρώνια |
κλητική | μυρώνι | μυρώνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυρώνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυρώνι ουδέτερο ή ανθρίσκος
- ευαίσθητο ετήσιο βότανο σχετικό με το μαϊντανό που χρησιμοποιείται για τον ήπιο αρωματισμό πιάτων και είναι ένα συστατικό του γαλλικού μείγματος των «εκλεπτυσμένων χορταρικών» της Γαλλικής κουζίνας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μυρώνι στη Βικιπαίδεια