Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυροποιία οι μυροποιίες
      γενική της μυροποιίας των μυροποιιών
    αιτιατική τη μυροποιία τις μυροποιίες
     κλητική μυροποιία μυροποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυροποιία < μύρ(ο) + -ο- + -ποιία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυροποιία θηλυκό

  1. η παρασκευή αρωμάτων
  2. η εγκατάσταση / βιομηχανία παρασκευής αρωμάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία