μυρμηκίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυρμηκίαση | οι | μυρμηκιάσεις |
γενική | της | μυρμηκίασης* | των | μυρμηκιάσεων |
αιτιατική | τη | μυρμηκίαση | τις | μυρμηκιάσεις |
κλητική | μυρμηκίαση | μυρμηκιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυρμηκιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυρμηκίαση < ελληνιστική κοινή μυρμηκίασις < αρχαία ελληνική μυρμηκία / μυρμηκιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυρμηκίαση θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του μυρμήγκιασμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυρμηκίαση
|