↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μῡρῐαδ-
ονομαστική μυριάς αἱ μυριάδες
      γενική τῆς μυριάδος τῶν μυριάδων
      δοτική τῇ μυριάδ ταῖς μυριάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μυριάδ τὰς μυριάδᾰς
     κλητική ! μυριάς μυριάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυριάδε
γεν-δοτ τοῖν  μυριάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυριάς < μύριοι, μυριαδ-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυριάς, -άδος θηλυκό

  1. μυριάδα, δέκα χιλιάδες
  2. (κατ’ επέκταση) αμέτρητος αριθμός, αναρίθμητο πλήθος