πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυλόλιθος οι μυλόλιθοι
      γενική του μυλόλιθου
& μυλολίθου
των μυλόλιθων
& μυλολίθων
    αιτιατική τον μυλόλιθο τους μυλόλιθους
& μυλολίθους
     κλητική μυλόλιθε μυλόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μυλόλιθος < μύλος + λίθος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυλόλιθος αρσενικό

  • κυλινδρικός λίθος αλέσματος που χρησιμοποιείται σε μύλο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία