Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπροστιάρης οι μπροστιάρηδες
      γενική του μπροστιάρη των μπροστιάρηδων
    αιτιατική τον μπροστιάρη τους μπροστιάρηδες
     κλητική μπροστιάρη μπροστιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπροστιάρης < μπροστά + -ιάρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπροστιάρης αρσενικό (θηλυκό: μπροστιάρα)

  • που τίθεται επικεφαλής ομάδας κυρίως σε αγώνα ή αιτήματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία