μπροστιάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπροστιάρης αρσενικό (θηλυκό: μπροστιάρα)
- που τίθεται επικεφαλής ομάδας κυρίως σε αγώνα ή αιτήματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπροστιάρης
|
μπροστιάρης αρσενικό (θηλυκό: μπροστιάρα)
|