μπριζολάδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπριζολάδικο < μπριζόλ(α) + -άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπριζολάδικο ουδέτερο, πληθυντικός μπριζολάδικα
- (λαϊκότροπο) ψητοπωλείο που σερβίρει ειδικότερα μπριζόλες.
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπριζολάδικο
|