Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπριγιαντίνα οι μπριγιαντίνες
      γενική της μπριγιαντίνας
    αιτιατική την μπριγιαντίνα τις μπριγιαντίνες
     κλητική μπριγιαντίνα μπριγιαντίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπριγιαντίνα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bɾi.ʝanˈdi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπρι‐για‐ντί‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπριγιαντίνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία