μπριγιαντίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπριγιαντίνα | οι | μπριγιαντίνες |
γενική | της | μπριγιαντίνας | — | |
αιτιατική | την | μπριγιαντίνα | τις | μπριγιαντίνες |
κλητική | μπριγιαντίνα | μπριγιαντίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπριγιαντίνα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bɾi.ʝanˈdi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπρι‐για‐ντί‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπριγιαντίνα θηλυκό
- άλλη μορφή του μπριγιαντίνη
- ※ Έβαζαν λίγη πούντρα στις ζάρες τους, λίγη μπριγιαντίνα στα ξεβαμμένα μαλλιά τους· και κάθονταν στο χαγιάτι,[...]
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Έβαζαν λίγη πούντρα στις ζάρες τους, λίγη μπριγιαντίνα στα ξεβαμμένα μαλλιά τους· και κάθονταν στο χαγιάτι,[...]
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπριγιαντίνα
→ δείτε τη λέξη μπριγιαντίνη |