μπουκουνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπουκουνιά | οι | μπουκουνιές |
γενική | της | μπουκουνιάς | των | μπουκουνιών |
αιτιατική | την | μπουκουνιά | τις | μπουκουνιές |
κλητική | μπουκουνιά | μπουκουνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουκουνιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουκουνιά θηλυκό