μπλοφαδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπλοφαδόρος αρσενικό
- που μπλοφάρει
- Είναι κάτι μπλοφαδόροι / που παινεύουν τη δουλειά / μπράβοι και κοντυλοφόροι / καθενού μαχαραγιά (Από το τραγούδι Μη με από καλείς τεμπέλη του Νίκου Ξυδάκη σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπλοφαδόρος
→ δείτε τη λέξη μπλοφατζής |