Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπλόφα οι μπλόφες
      γενική της μπλόφας
    αιτιατική την μπλόφα τις μπλόφες
     κλητική μπλόφα μπλόφες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπλόφα < γαλλική bluff < αγγλική bluff

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπλόφα θηλυκό

  1. χαρτοπαιχτικός όρος που δηλώνει την ενέργεια ενός παίχτη που προσποιείται ότι έχει καλύτερο φύλλο, προκειμένου να ξεγελάσει τους συμπαίκτες του και να τους νικήσει
    Δεν γνωρίζω τα καθέκαστα του νέου παιγνιδίου· γνωρίζω μόνον ότι μία εκ των μεθόδων αυτού είνε η μπλόφα, δηλαδή το «γέλασμα» εις ελευθέραν μετάφρασιν. Ο έχων αδύνατα χαρτιά δύναται να κερδίση αν υπερθεματίζων κατορθώση διά κενών επιδείξεων να φοβίση τους άλλους και να τους κάμη να υποχωρήσουν. Ιδού η μπλόφα. (Ιωάννης Κονδυλάκης, Η Μπλόφα)
  2. (κατ’ επέκταση) προσποίηση, ξεγέλασμα, παραπλάνηση

Παράγωγα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία