μπλόφα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπλόφα | οι | μπλόφες |
γενική | της | μπλόφας | — | |
αιτιατική | την | μπλόφα | τις | μπλόφες |
κλητική | μπλόφα | μπλόφες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπλόφα θηλυκό
- χαρτοπαιχτικός όρος που δηλώνει την ενέργεια ενός παίχτη που προσποιείται ότι έχει καλύτερο φύλλο, προκειμένου να ξεγελάσει τους συμπαίκτες του και να τους νικήσει
- Δεν γνωρίζω τα καθέκαστα του νέου παιγνιδίου· γνωρίζω μόνον ότι μία εκ των μεθόδων αυτού είνε η μπλόφα, δηλαδή το «γέλασμα» εις ελευθέραν μετάφρασιν. Ο έχων αδύνατα χαρτιά δύναται να κερδίση αν υπερθεματίζων κατορθώση διά κενών επιδείξεων να φοβίση τους άλλους και να τους κάμη να υποχωρήσουν. Ιδού η μπλόφα. (Ιωάννης Κονδυλάκης, Η Μπλόφα)
- (κατ’ επέκταση) προσποίηση, ξεγέλασμα, παραπλάνηση