Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπλουτσούνι τα μπλουτσούνια
      γενική του μπλουτσουνιού των μπλουτσουνιών
    αιτιατική το μπλουτσούνι τα μπλουτσούνια
     κλητική μπλουτσούνι μπλουτσούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπλουτσούνι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπλουτσούνι ουδέτερο

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται μαζί με το καδινάτσο για να κλειδώνει η πόρτα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία