↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπιζελόσουπα οι μπιζελόσουπες
      γενική της μπιζελόσουπας
    αιτιατική την μπιζελόσουπα τις μπιζελόσουπες
     κλητική μπιζελόσουπα μπιζελόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μπιζελόσουπα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπιζελόσουπα < μπιζέλ(ι) + -ό- + -σουπα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπιζελόσουπα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία