μπερξονιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπερξονιστής < μπερξονισμός + -ιστής < Ανρί Μπερξόν
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπερξονιστής αρσενικό
- (φιλοσοφία) οπαδός του μπερξονισμού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπερξονιστής