μπεκατσίνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπεκατσίνι | τα | μπεκατσίνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπεκατσίνι | τα | μπεκατσίνια |
κλητική | μπεκατσίνι | μπεκατσίνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπεκατσίνι < μπεκάτσ(α) + -ίνι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπεκατσίνι και μπεκατσόνι ουδέτερο
- (πτηνό) (επιστημονική ονομασίας Gallinago gallinago) πουλί που συχνάζει στις περιοχές γύρω από έλη και ποτάμια με μικρότερο μέγεθος από τη μπεκάτσα